- σεσοφισμένος
- σοφίζομαιmake wiseperf part mp masc nom sgσοφίζωmake wiseperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεσοφισμένως — Α επίρρ. με εξυπνάδα, με επιδεξιότητα («ἴσως οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ σεσοφισμένως λέγω», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσοφισμένος τού σοφίζομαι] … Dictionary of Greek
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek